Το Ασκληπιείο
Ο Παυσανίας παρουσιάζει το Ασκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Μεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη Αγορά.
Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιβάλλουν το δωρικό Ναό και το βωμό, ενώ πολλά είναι τοποθετημένα και κατά μήκος των στοών.
Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος (71,91 x 66,67 μ.) παλισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο.
Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Εκκλησιαστήριων, το Πρόπυλο, το Συνέδριον ή Βουλευτήριο και η αίθουσα Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων.
Κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων – Οίκων που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Νότο προς Βορρά: Απόλλωνος και Μουσών, Ηρακλή – Θήβας – Επαμεινώνδα (Οίκος Ν), Τύχης (Οίκος Μ), Αρτέμιδος Φωσφόρου (Οίκος Κ).
Η ανέγερση του συγκροτήματος του Ασκληπιείου, που πρέπει να συντελέστηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του 215/14 π.Χ, φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα, κατά το πρότυπο της αθηναϊκής Ακροπόλεως, με στόχο την προβολή των Μεσσηνίων ως ιδιαίτερου έθνους στην Πελοπόννησο και με βαθιές ρίζες στο προδωρικό και το δωρικό παρελθόν της χώρας.
Όλα σχεδόν τα γλυπτά του οικοδομικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου ήταν έργα του γλύπτη Δαμωφόντα, με εξαίρεση το χρυσόλιθο άγαλμα της Μεσσήνης και το σιδερένιο του Επαμεινώνδα.